- περιτρέπει
- περιτρέπωturn and bring roundpres ind mp 2nd sgπεριτρέπωturn and bring roundpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μανία — (mania). Όρος ο οποίος έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν για διάφορους τύπους συμπεριφοράς και πνευματικών διαταραχών και διατηρείται στην καθημερινή γλώσσα. Στην ψυχοπαθολογία ο όρος χρησιμοποιείται για την περιγραφή της διανοητικής… … Dictionary of Greek
περιτρέπω — ΝΜΑ νεοελλ. μέσ. περιτρέπομαι (για πλοίο) ανατρέπομαι λόγω μετατόπισης τού κέντρου βάρους και η τρόπιδα, η καρίνα, έρχεται προς τα πάνω μσν. (για δέρμα) ζαρώνω, σχηματίζω ρυτίδες μσν. αρχ. 1. ανατρέπω, αναποδογυρίζω 2. διαστρέφω, διαστρεβλώνω 3.… … Dictionary of Greek